καθεξής

καθεξής
επίρρ., εξής, κατά συνέχεια, επομένως: Και ούτω καθεξής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθεξῆς — indeclform (adverb) κατέχω hold fast fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεξής — (AM καθεξῆς, Α ποιητ. τ. κατά θ ἑξείης, με τμήση) στη συνέχεια, κατόπιν, εφεξής νεοελλ. 1. (σε λαϊκή χρήση) στο μέλλον, στο εξής («καθεξής να μάθεις να φυλάγεσαι») 2. φρ. «και ούτω καθεξής» (σε συντομογραφία: κ.ο.κ.) και τα λοιπά, ομοίως (νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • Epistula ad Carpianum — Der Epistula ad Carpianum (Brief an Carpian) ist die traditionelle Bezeichnung eines Briefes, den Eusebius an einen Christen namens Carpianus geschrieben hat und der mitunter im Kanon der Evangelien auftaucht. In diesem Text erklärt Eusebius sein …   Deutsch Wikipedia

  • Алексиу, Элли — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Алексиу, Харис. Элли Алексиу греч. Έλλη Αλεξίου Род деятельности: писательница и переводчица …   Википедия

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην …   Dictionary of Greek

  • μόρο — (I) το ζωολ. γένος τελεόστεων οστεϊχθύων τής οικογένειας eretmophoridae. (II) το (Α μόρον) ο καρπός τής μουριάς, τής συκαμινιάς, συκάμινο, μούρο νεοελλ. ωάριο που μετά τη γονιμοποίηση του διαιρείται σε δύο, τέσσερα, οκτώ μέρη και ούτω καθεξής αρχ …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”